Μία αιρετική ανάλυση  για την παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση

Οι συγκρούσεις των τελευταίων ετών που συνέβησαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων που ξεκίνησε μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς επιβάλει την ανάγκη να επανεξεταστούν οι παράγοντες για την διατήρηση της παγκόσμιας ισορροπίας, μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων της υφηλίου.

Παρατηρούμε ότι η προσοχή των ΗΠΑ, που πρόσφατα φαινόταν ότι εστάζεται περισσότερο προς την Άπω Ανατολή, για να αντιμετωπίσει μελλοντικούς κινδύνους αποσταθεροποίησης, που η Αμερική προέβλεπε ότι θα έχει να αντιμετωπίσει από την Κίνα και την Βόρειο Κορέα, αποπροσανατολίστηκε, και επανήλθε στην Ρωσία και την Μέση Ανατολή.

Με την μετατόπιση αυτή, η Τουρκία, που προσπάθησε να καλύψει το καινό που διέβλεπε, επανήλθε στον ρόλο του ειρηνοποιού μεταξύ Ισραήλ και Ιράν.

Ταυτόχρονα, η Τουρκία απέτυχε να εκμεταλλευτεί την θέση του ισορροπιστή μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής σαν μέλλος του ΝΑΤΟ, προκειμένου να αντλήσει πλεονεκτήματα στο Αιγαίο και την Μεσόγειο, σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.

Ταυτόχρονα η Χαμάς απέτυχε να εκμεταλλευτεί την απασχόληση της Αμερικής και της Ευρώπης με τον πόλεμο στην Ουκρανία, προκαλώντας μία αναστάτωση στην Μέση Ανατολή, για να αποσυντονίσει την εξελισσόμενη προσέγγιση  του Αραβικού κόσμου με την Δύση και ταυτόχρονα να προκαλέσει επίθεση, του Ιράν και ορισμένων Αραβικών χωρών και τρομοκρατικών ομάδων που υποστηρίζονται από το Ιράν, εναντίον του Ισραήλ.

Ο απώτερος σκοπός της Χαμάς ήταν να δημιουργήσει ένα ενιαίο Παλαιστινιακό κράτος κάτω από την εξουσία της ιδίας , και όχι κάτω από την Παλαιστινιακή αρχή, που θα ήταν μία, περισσότερο αποδεκτή  λύση από το Ισραήλ και την Αμερική.

Απέτυχε και αυτή η προκλητική ενέργεια της Χαμάς, διότι το Ισραήλ, που είναι μια χώρα με έκταση όσο η Πελοπόννησος, ακολουθεί την πάγια πολεμική τακτική να αντιδρά με πολλαπλάσια δύναμη, διότι δεν έχει το περιθώριο να αμυνθεί στο περιορισμένο έδαφός του, όταν βάλλεται από εχθρούς που το περικυκλώνουν από κάθε πλευρά, επιδιώκοντας την εξαφάνισή του.

Σαν αποτέλεσμα της αντίδρασης αυτής, η διεθνής κοινότητα αντέδρασε για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους.

Η Ρωσία ήταν ευχαριστημένη, γιατί αυτή η κατάσταση υποχρέωνε Αμερική και Ευρώπη να ανασυνταχθεί, προκειμένου να βοηθήσει το Ισραήλ, οικονομικά και  στρατιωτικά, όπως και έγινε.

Η Δύση, με κανένα τρόπο δεν επιθυμεί την επέκταση του πολέμου, και την ανάμειξη του Ιράν, που θα μπορούσε να εξελιχθεί, και να αποκτήσει  πυρηνικές διαστάσεις.

Το Ιράν προτιμούσε να τροφοδοτεί, την Κίνα και την  παγκόσμια αγορά πετρελαίου έστω και παράνομα, και να κερδίσει χρόνο να αναπτύξει το πυρηνικό της πρόγραμμα για να εκβιάσει άνετα το Ισραήλ που είναι ήδη πυρηνική δύναμη

Παρά την επιθετική του συμπεριφορά προς την Δύση, το Ιράν, δεν είχε ποτέ αναμειχθεί, με απευθείας επίθεση στο Ισραήλ, δεδομένου ότι το εξυπηρετούσε ο πόλεμος να γίνεται δια αντιπροσώπων, από τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Χαμάς που είχε βάση στην Γάζα , η Χεζμπολάχ που λειτουργούσε στο Λίβανο, και την Συρία, και τελικά η ομάδα τρομοκρατών ‘Χούθι’, αντάρτικη ομάδα της Υεμένης.

Αυτή την φορά το Ιράν  αποφάσισε να δοκιμάσει μία απ’ ευθείας, ολιστική επίθεση, σαν απάντηση στην πλήρη επικράτηση του Ισραήλ στην περιοχή της Γάζα.

Το Ιράν δεν υπολόγισε σωστά την προετοιμασία του Ισραήλ και ιδιαίτερα τον συντονισμό  του Ισραήλ  με την Αμερική και την Γαλλία, με αποτέλεσμα να αποτύχει ολοσχερώς, παρά τη μαζική επίθεση με μεγάλο αριθμό βαλλιστικών πυραύλων και drowns.    

Στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο, η Κίνα συντάσσεται με το Ιράν καθότι  ενδιαφέρεται για το πετρέλαιο που προμηθεύεται από το Ιράν,  αλλά ταυτόχρονα  δεν ενδιαφέρεται για μία παγκόσμια σύρραξη που θα αναστάτωνε το παγκόσμιο εμπόριο, από το οποίο ωφελείται.

Η Ρωσία ωφελείται από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου όταν μειώνεται η διάθεση του πετρελαίου από το Ιράν.

Η Τουρκία ενδιαφέρεται να γίνει ένα Παλαιστινιακό κράτος που θα περιλαμβάνει την περιοχή της Γάζα κάτω από τον έλεγχο της Χαμάς, διότι έτσι θα πετύχει κάποια συμφωνία ΑΟΖ  σε βάρος της Ελλάδας.

Η Γερμανία θέλει να αποφύγει την τελική σύγκρουση με την Ρωσία διότι χάνει την χαμηλή τιμή πετρελαίου.

Η Αμερική θέλει την απομόνωση της Ρωσίας αλλά ταυτόχρονα θέλει να μειώσει το κόστος της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ.

Η Μεγάλη Βρετανία θέλει την απομάκρυνση της πιθανότητας να τα ‘βρει’ η Γερμανία με την Ρωσία.

Η Ευρώπη θέλει να δημιουργήσει μια ξεχωριστή στρατιωτική δύναμη, συμπληρωματική στο ΝΑΤΟ για λόγους μελλοντικής απεξάρτησης από τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Με βάση αυτούς τους συνειρμούς τα συμπεράσματα που βγαίνουν, για μακροχρόνιους στόχους, όσο και  αν αυτοί οι στόχοι αποτελούν σήμερα  ευχολόγιο είναι:  

  1. O Πούτιν είναι μεγαλύτερος εχθρός της Ευρώπης και της πατρίδας του, ενώ θα έπρεπε να είναι ο καλύτερος φίλος.
  2. To Ισραήλ έκανε την καλύτερη κίνηση, να τρομάξει το Ιράν για την δυνατότητά του να χτυπήσει τα πυρηνικά εργοστάσια. Σύντομα να διαπραγματευτεί την ίδρυση Παλαιστινιακού κράτους με την υπάρχουσα διοίκηση κάτω από την εγγύηση του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ
  3. Η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να φτιάξει Iron done και στρατό στα πρότυπα του Ισραήλ, δεδομένου ότι η σύγκρουση Ιράν Ισραήλ αποτελεί μάθημα για το μέλλον.
  4. Η Ευρώπη έχει πολλά να προλάβει και να προσαρμοστεί στην νέα πραγματικότητα, πριν την ξεπεράσει η Άπω Ανατολή, πρώτα απ’ όλα να αποκτήσει κρίσιμη μάζα σε πληθυσμό και έκταση με την ενσωμάτωση περισσοτέρων κρατών, ακόμα και με την ενσωμάτωση της Ρωσία όσο δεν είναι αργά, και να αφυπνιστεί από τον λήθαργο της παλιάς αποικιοκρατικής Ευρώπης και την άνεση που της παρέχει η Αμερικανική προστασία χωρίς το αντίστοιχο κόστος και προσπάθεια.     
  5. Η Τουρκία θα πρέπει να ξεχάσει τον ηγεμονισμό της Οθωμανικής κυριαρχίας και  να προσχωρήσει  στο διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της Θαλάσσης ενώ  ταυτόχρονα να υπογράψει τελωνιακή συμφωνία με την Ευρώπη, κοινού συμφέροντος.
  6. Η Αμερική να λύσει το εσωτερικό της πρόβλημα.
  7. Και τελικά, ο ΟΗΕ να γίνει ουσιαστικός και αποτελεσματικός οργανισμός αναδιοργανώνοντας το ‘Συμβούλιο Ασφαλείας’      

Ο χάρτης κατανομής των πολιτικών δυνάμεων

(Συνέχεια του άρθρου προεκλογική διαδικασία, για το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο)

1. Εθνικισμός και θρησκευτικός φανατισμός

Η μελέτη για την κατανόηση των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων ξεκινά από μία προσπάθεια προσδιορισμού των θέσεων και καταγραφής  των δραστηριοτήτων του κάθε πολιτικού τομέα, όπως έχει διαμορφωθεί και λειτουργεί την σημερινή χρονική περίοδο.

Είναι φυσικό να μας ενδιαφέρουν  οι πολιτικές δυνάμεις που απασχολούν, πρωτίστως, την παγκόσμια κοινότητα τον 21ον αιώνα, δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης και οι εξελίξεις στην παγκόσμια κοινότητα είναι καταιγιστικές.  

Σήμερα συγκλονίζεται η υφήλιος από τους δύο άδικους και καταστροφικούς πολέμους, την Ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και την καινούρια κρίση με την Αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Και οι δύο περιπτώσεις εμφανίζουν παροξυσμό Εθνικισμού ενώ η δεύτερη αποτελεί μείγμα αμείλικτου εθνικισμού και θρησκευτικού φανατισμού.

Και τα δύο παραπάνω πολιτικά χαρακτηριστικά αποτελούν κληροδότημα της εποχής του μεσαίωνα.

Βαριά και αιμοδιψής κληρονομιά, που δύσκολα την απαρνείται η ανθρωπότητα, ούτε την ξεπερνά, αφού την βίωσε για περισσότερο από μία χιλιετία. Είναι όμως εύκολα ορατή.

 Η έξαρση της πολεμικής διαμάχης μεταξύ Ιρανικών δυνάμεων, (ενός αναχρονιστικού θεοκρατικού καθεστώτος) και του Ισραήλ, (ενός νεοϊδρυμένο, από τους νικητές του Β Παγκοσμίου πολέμου,  έθνους) όσο και αν ήταν αναμενόμενη, συγκλονίζει την ανθρωπότητα, για την βία και την εκδικητικότητα. Δίκαια αντιδρά η ανθρωπότητα εναντίον της βαρβαρότητας, κυρίως, της βαρβαρότητας που δημιουργεί θύματα στον άοπλο πληθυσμό.

Ταυτόχρονα, ήταν αναπόφευκτο, να παραβάλω στοιχεία της Αραβοϊσραηλινής διαμάχης με την μακροβιότερη Ελληνοτουρκική διένεξη, που και αυτή, αναμφίβολα, εγκυμονεί παρεμφερείς κινδύνους για τα δύο έθνη, και για την ανθρωπότητα ολόκληρη.

Η σύγκρουση μεταξύ του Αραβο-ισλαμικού κόσμου με το Ισραήλ , και κατ’ επέκταση, με την Δύση επαναφέρει στο προσκήνιο τον παράγοντα του εθνικισμού και θρησκευτικού φανατισμού, ανεξάρτητα από τις οικονομικές εξαρτήσεις που και τα δύο έθνη έχουν.

Τις εξαρτήσεις που αποτελούν την προσφιλέστερη ερμηνεία της Μαρξιστικής θεωρίας, για την αιτία όλων των προβλημάτων της ανθρωπότητας.  

Αναμφίβολα, ο έλεγχος των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, από τις μεγάλες καταναλώτριες χώρες εξακολουθούν να αποτελούν μέρος της εξίσωσης, γιατί μέχρι σήμερα η παγκόσμια οικονομία κινείται με την ενέργεια που παράγεται από τον ορυκτό πλούτο .

Η ανάγκη αυτή ήταν καθοριστική,  και έπαιξε σημαντικότερο ρόλο στον 19ο και 20ο αιώνα, ενώ σήμερα το πεδίο αντιπαράθεσης έχει υποκατασταθεί από τον ανταγωνισμό για την καθαρή ενέργεια και την ανάγκη αντιμετώπισης των κινδύνων από την μεγάλη κλιματική καταστροφή που προκαλεί ο ορυκτός πλούτος, σαν πηγή ενέργειας.

Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε, τις τραγικές  επιπτώσεις που προκαλούν, αυτής της μορφής, οι αναχρονιστικές πολεμικές συγκρούσεις.

Συγκρούσεις που προκαλούν κλυδωνισμούς στο παγκόσμιο εμπόριο, την βιομηχανία, την οικονομία και την ανάπτυξη γενικότερα, αλλά και στον ανθρώπινο πόνο, που δεν συγκρίνεται με το οποιοδήποτε όφελος, κανενός μέρους από τις παρατάξεις που συμμετέχουν σε αυτή την διένεξη και τον οικονομικό, ή εθνικιστικό, παραλογισμό.

Μία μέρα πολέμου, στο Ισραήλ κόστισε 1,5 δισ. $.

Πόσο άραγε κόστισαν στο Ιράν, στην παγκόσμια οικονομία, οι αμυντικές δαπάνες, η αύξηση του κόστους στο εμπόριο, και πόσο θα στοιχίσει η αύξηση στους αμυντικούς προϋπολογισμούς των κρατών της Δύσης και της Ανατολής;

Αντίστοιχα, πόσο κόστισε στην Ρωσία, η εισβολή στην Ουκρανία; Πόσο κόστισε ο πόλεμος, στην Ουκρανία, στην Ευρώπη και στην Αμερική που την στηρίζουν;

Αν προσθέσουμε σε αυτά, το κόστος της ανθρώπινης ζωής, που δεν έχει μονάδα μέτρησης, τι συμπεράσματα θα προκύψουν, αν τα ποσά αυτά είχαν διοχετευτεί,  για την ικανοποίηση των  αναγκών των λαών του Ισραήλ, των Παλαιστινίων, των Αράβων, των Ουκρανών των Ρώσων αλλά και των υπολοίπων; Εύλογο είναι να προβληματίζεται κανείς, ποιος κερδίζει από αυτό τον παραλογισμό;

Ποιο, συνήθως αποκαλούμενο, καπιταλιστικό κέρδος η όφελος αποκομίζουν τόσο οι κρατικές, αλλά και ιδιωτικές βιομηχανίες των  ΗΠΑ, της Ρωσία, του Ισραήλ ή του Ιράν, από αυτές τις πολεμικές δαπάνες;

Για πιο μελλοντικό όνειρο παλεύουν, και ποιες δυνάμεις είναι αυτές που τελικά ωφελούνται;

O καθαρά, εθνικιστικός και θρησκευτικός πόλεμος έχει μικρή σχέση με το οικονομικό όφελος που προκύπτει από την διαμάχη αυτή.   Οι συγκρουόμενοι είναι, τελικά, απλά θύματα της δικής τους οπισθοδρομικότητας, προς όφελος των εκμεταλλευτών των συνθηκών πόνου, αυτών των εκμεταλλευτών,  που εύκολα μπορούν να εντοπιστούν, αν βέβαια σταματήσουμε να γινόμαστε και εμείς θύματα συνωμοσιολογίας, που ακμάζει λόγω άγνοιας ή σκοπιμότητας.

Ποιος αδαής πιστεύει, ότι, αν διοχετεύονταν οι δαπάνες μίας ημέρας πολέμου στους παλαιστίνιους, να τα διαχειριστούν οι ίδιοι, δεν θα υπήρξε ειρήνη;

Τα γεγονότα που βιώνουμε , και οι συνέπιες τους, με υποχρεώνουν να προχωρήσω στην αναψηλάφηση των αρχών που διέπουν  τις διάφορες κοσμοθεωρίες, να ζυγίσω, για την κάθε μία από αυτές, τις θετικές και αρνητικές όψεις τους, στα πλαίσια των ευρύτερων διεθνών εξελίξεων,  που συντελούνται την περίοδο αυτή.

Πάντα ήμουν θιασώτης της άποψης ότι η επιβίωση μίας οικονομίας και η έξοδος από την κρίση σχετίζεται και εξαρτάται από σοβαρούς συμβιβασμούς, που υποχρεωτικά, ενδείκνυται να γίνονται.  

Όμως τα γεγονότα με έχουν ξεπεράσει.  τόσο στην Ελλάδα αλλά και στον διεθνή χώρο. Συμβιβασμοί, νομοτελειακά, δεν γίνονται, σε περιβάλλον που ελέγχεται από Εθνικιστικούς και Θρησκευτικούς φανατικούς.

Ας παρατηρήσουμε σήμερα, από πού εκτοξεύονται απειλές χρήσης πυρηνικών όπλων, που, όλοι γνωρίζουμε ότι, ενέχουν κινδύνους αφανισμού της ανθρωπότητας.

Εντούτοις, η πολιτική αξιολόγηση, που αναζητώ, των πολιτικών συστημάτων  δεν σταματά στον κίνδυνο που ελλοχεύει, μόνο στον εθνικισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό, αλλά υφίσταται και σε πολλά σύγχρονα πολιτεύματα

2. Προβλήματα που αναφύονται από τα σύγχρονα πολιτεύματα

Συγκλονίζομαι όταν βλέπω, γύρω μου, πολιτεύματα και κυβερνήσεις που εφαρμόζουν αντιφατικές  οικονομικές και πολιτικές θεωρίες που δημιουργούν εξίσου οδυνηρά και  αντιφατικά αποτελέσματα.

Βλέπω τα αδιέξοδα που δημιουργούνται στον διεθνή ορίζοντα, που αναπόφευκτα, επηρεάζουν τις εξελίξεις και στην Ελλάδα, σαν μέλος της Ευρώπης αλλά και της παγκόσμιας αγοράς.

Είμαι άτομο με βαθιά δημοκρατική συνείδηση, αλλά ταυτόχρονα αναζητώ και την αποτελεσματικότητα και την δικαιοσύνη, μεταξύ ατόμων και κοινωνιών.

Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τα προβλήματα που προκύπτουν από τις σημερινές συνθήκες διαβίωσης ανθρώπων και λαών.

Δεν θέλω να πάρω μία θέση, ή απόφαση βασισμένη σε πρόχειρες, επιφανειακές, θεωρητικές απόψεις, αρνούμαι να γίνω έρμαιο προκαταλήψεων, ή ψευδούς πληροφόρησης, ή  θεωριών συνωμοσιολογίας,  που εξυπηρετούν, ή καλύπτουν, σκοπιμότητες, ή ακόμα και ελλείψεις γνωστικών αντικειμένων.

Προσπαθώ να καταλάβω τον τρόπο που λειτουργούν τα άτομα και οι κοινωνίες, τον τρόπο που εφαρμόζεται η δημοκρατία και η ισότητα στην δικαιοσύνη, και πως διαμορφώνεται το σκεπτικό κάθε πολίτη κάτω από διαφορετικές συνθήκες, που επηρεάζονται από ιστορικές, πολιτισμικές, οικονομικές, πολιτικές, περιβαλλοντολογικές και θρησκευτικές διαφορές που δημιουργούν και διακρίσεις.

Προσπαθώ να αναγνωρίσω εκείνους τους κανόνες που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, ώστε να ισορροπούν τις κοινωνίες, και τα άτομα μέσα σ’ αυτές, με ένα δίκαιο, αλλά όχι ισοπεδωτικό, τρόπο, που  εξισώνει, την νωθρότητα με την δημιουργικότητα. Μία τέτοια ισοπεδωτική προσέγγιση, την βλέπω οπισθοδρομική, σχεδόν μεσαιωνική.

Ίσως οι σκέψεις αυτές να φαίνονται ουτοπιστικές, και πράγματι, αναγνωρίζω ότι έτσι είναι, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι ουτοπιστικό, να επιδιώκεται, η υιοθέτηση κανόνων δικαίου  που θα ανταμείβει την αποτελεσματικότητα, ενώ θα τιμωρεί την αδράνεια και την στείρα αντιδραστικότητα. 

Συνειδητοποιώ, τα συμφέροντα που εξακολουθούν να υφίστανται στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, παρά τις καταστροφικές παγκόσμιες και τοπικές πολεμικές, αυτοκτονικές συρράξεις.

Εδώ, πιστεύω, ότι υπολείπεται πολύς δρόμος ακόμα, για να διαφανεί μία ισορροπία, δεδομένου ότι οι οικονομικές, εθνικιστικές, πολιτικές και θρησκευτικές διαφορές είναι μεγάλες, σχεδόν ανυπέρβλητες,  και δεν έχει επέλθει ωριμότητα, λόγω της πληθώρας των λαών με πολιτισμικές διαφορές που ακόμα  διέπουν την ανθρωπότητα.

Όσον αφορά τις συνθήκες ισορροπίας  στις κοινωνίες, μέσα στις ανεξάρτητες κρατικές οντότητες, πιστεύω ότι τα πράγματα είναι λίγο πιο ευδιάκριτα και διαχωρίσιμα.

Ειδικότερα  στις δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες το πρόβλημα εστιάζεται στην ισορροπία  κοινωνικών παροχών και στην δίκαιη κατανομή του πλούτου μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, εργατών, αγροτών, αστικής τάξης και κεφαλαιούχων. Το κλειδί βέβαια βρίσκεται στην λέξη ‘ δίκαιη’.

Αν εξαιρέσουμε τα καθαρά κουμουνιστικά κόμματα που, ανοιχτά, αμφισβητούν το δημοκρατικό πολίτευμα, τα υπόλοιπα πολιτικά κινήματα διαγκωνίζονται για τον έλεγχο της παραγωγής  και διανομής πλούτου που επιλέγουν να υποστηρίζουν να γίνεται, είτε παρεμβατικά από το κράτος ή να αμείβουν την ιδιωτική πρωτοβουλία που λειτουργεί με μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και καινοτομία, ή  μείγμα της διαχείρισης της παραγωγικής διαδικασίας μεταξύ κράτους και ιδιωτών επιχειρηματιών.

Και πάλι μπορούμε να πούμε ότι φτάσαμε σε ένα σημείο που ο τρόπος διαχείρισης της παραγωγής και της διανομής πλούτου είναι στα χέρια μας, δηλαδή εξαρτάτε από εμάς, μέσω της ‘υποτιθέμενης’, δημοκρατικά εκλεγμένης, κυβέρνησης.

3. Η διασφάλιση της ομαλής και ανεξάρτητης λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών από ολιγαρχικά και αυταρχικά καθεστώτα.

Δεν προφασίζομαι ότι αγνοώ την ισχύ του κεφαλαίου, τη δυνατότητα επιβολής μιλιταριστικών μέσων και τον έλεγχο της οικονομίας από ολιγαρχικά καθεστώτα που μπορούν να προκύψουν μέσα ακόμα και από δημοκρατικά καθεστώτα. Αλώστε και ο Χίτλερ μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες αναδείχτηκε.

Για τον λόγο αυτό οι δημοκρατικές διαδικασίες και νομοθετήματα χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.   

Επειδή η δημοκρατική εκλογική διαδικασία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, πρέπει να επικεντρωθούμε, αρχικά, στην διαδικασία αυτή.

Παρατηρώ ότι η δημοκρατική διαδικασία έχει τα δικά της μειονεκτήματα, τα οποία, συχνά, γίνονται ανεκτά, προκειμένου να αποφευχθούν τα σοβαρότερα μειονεκτήματα των ολιγαρχικών και αυταρχικών καθεστώτων.

Από την φύση μου αντιδρώ σε κάθε είδους δογματισμό και αυταρχισμό, εκτός από συγκεκριμένες αποκλίσεις που συμβαίνουν  σε ιστορικά γεγονότα, επαναστάσεις εθνικής ανεξαρτησίας, που τα γεγονότα αυτά καθιερώνουν ειδικές συνθήκες και νομοθεσία.

Αλλά ας μην περιπλέκουμε τα πράγματα, το βασικό πρόβλημα  είναι οι αυθαιρεσίες που πραγματοποιούνται είτε σε αυταρχικά, ή ακόμα και σε φιλελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα.

Μέσα σ ’ένα κόσμο, που για χιλιετίες είχε επικρατήσει η μοναρχία, με τους λαούς ν’ ακολουθούν τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες, που γύρο απ’ αυτούς αναπτύσσονταν αυλοκόλακες, και ιεραρχίες αριστοκρατών, πιστοί ακόλουθοι ενός μόνο αρχηγού, έλαμψε μια ακτίνα φωτός,  σαν φάρος, και πρόβαλε για πρώτη φορά, η δημοκρατία, κατά την  ‘χρυσή εποχή’ της αρχαίας Αθήνας, την ‘χρυσή εικοσαετία του Περικλέους’.

‘Έλαμψε, τότε, για μία πολύ σύντομη περίοδο, η ιδέα της δημοκρατίας, και έσβησε με τους ‘ Τριάκοντα Τυράννους, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ανθρωπότητα.

Πέρασαν πολλοί αιώνες, μέχρι η έννοια της δημοκρατίας ν’ αναβιώσει.

Αλλά για ποια δημοκρατία μιλάμε;

Ιστορικά μιλάμε για την Αμερικανική επανάσταση, που είχε εθνικο-απελευθερωτικό χαρακτήρα, την Γαλλική επανάσταση εναντίον της αριστοκρατίας, της καθιέρωσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με διατήρηση του θεσμού της Βασιλείας στην Μεγάλη Βρετανία, και τέλος της κουμμουνιστικής επανάστασης στην Ρωσία που βασίστηκε στις Μαρξιστικές οικονομικές  θεωρίες,  και κατέληξε στη δικτατορία του εργατικού προλεταριάτου, που υιοθέτησε και η επόμενη παγκόσμια δύναμη η Κίνα.

Η Δύση διατήρησε την αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, δυστυχώς η δημοκρατία αυτή, δεν εξελίχθηκε όσο γρήγορα όσο έπρεπε, γιατί, τα πολιτικά κόμματα, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές ομάδες πολιτών, δεν κατάφεραν να ισορροπήσουν, και να καθιερώσουν δίκαιη κατανομή πλούτου, μεταξύ των ομάδων αυτών.

Αυτή η έλλειψη ισορροπίας αποτελεί και το ‘μήλο της έριδος’ μεταξύ των κομμάτων που εκπροσωπούν τα συμφέροντα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.

Κάτω από την επιφάνια των συγκρούσεων συμφερόντων, υποκρύπτονται ιδεοληψίες περί κρατισμού και ενός εχθρού του λαού, που δεν είναι άλλος, κατά πολλούς, παρά οι… ‘ανάλγητοι’, ακόρεστοι στην δίψα του κέρδους,  μεγαλο επιχειρηματίες με το κεφάλαιο, σε αντιπαράθεση με την αξία της εργασίας.

Η ‘πάλη’ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων δεν μπόρεσε να πάρει μία αποδεκτή θέση, που να εμπνέει εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται αυτή η πάλη με πολλές μορφές, μέσα στα δημοκρατικά καθεστώτα.

Η ισορροπία κλονίζεται, άλλοτε γιατί δεν μπορεί να ελεγχτεί ο πλουτισμός, και άλλοτε γιατί λαός κυριαρχεί στην διαδικασία ελέγχου της παραγωγής, επιβάλλοντας, κατά περίπτωση, λαϊκίστικα κριτήρια που οδηγούν στην μείωση της ανταγωνιστικότητας, μέσα σε μία, ανταγωνιστική παγκόσμια  οικονομία.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, προστίθενται πολλοί ακόμα  εξωτερικοί παράγοντες, όπως ο εθνικισμός, που ακόμα δεν εξέλειψε, οι θρησκευτικές δογματικές διαφοροποιήσεις, οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες κλπ.

Τα δημοκρατικά πολιτεύματα αντιμετωπίζουν ακόμα και ενδογενή προβλήματα, όπως ο λαϊκισμός, η εύκολη και ανεξέλεγκτη διάδοση ψευδών ειδήσεων, η έλλειψη αντικειμενικότητας, η πολυφωνία, οι πολιτισμικές ανισότητες, η παρανομία και πολλά άλλα χαρακτηριστικά που καθιστούν τις δημοκρατικές διαδικασίες αναποτελεσματικές, σε σύγκριση με άλλα αυταρχικά καθεστώτα, που από την φύση τους αντιπαρέρχονται, πρώτα απ’ όλα, τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Μετά από την, παραπάνω, χονδρική αναφορά στους στόχους των πολιτικών κομμάτων προσπαθώ να ταξινομήσω τις σκέψεις μου για το εκλογικό κοινό που αποφασίζει να υποστηρίξει τα διάφορα πολιτικά κόμματα

Εκλογές δεν κερδίζονται χωρίς την συμμέτοχή εκλεκτόρων.

Κάθε λαός είναι αντάξιος της ηγεσίας που εκλέγει.

Εν τούτοις ο λαός είναι ευάλωτος στον  λαϊκισμό , στις ψεύτικες υποσχέσεις, στις ψευδείς ειδήσεις, ενώ ταυτόχρονα η πλειονότητα του εκλογικού σώματος δεν έχει την δυνατότητα να κατανοήσει το βάθος και την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία.

Μήπως λοιπόν η αδυναμία αυτή αποτελεί την ‘αχίλλειο πτέρνα’ της δημοκρατίας;  Άλλωστε και οι αρχαίο Έλληνες γνωμάτευσαν ‘ Ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλά εν τω ευ τω πολύ’

Ασφαλώς με κανένα τρόπο δεν απαξιώνεται η σημασία της δημοκρατίας από το γεγονός ότι ο λαός δεν μπορεί να έχει το επίπεδο της κυβέρνησής του.

Η δημοκρατία λειτουργεί μέσω εκπροσώπων του λαού, ακριβώς για τον λόγο αυτό. 

Φθάνουμε λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα, πως διασφαλίζεται η ακεραιότητα και η ορθολογική επιλογή των αντιπροσώπων μεταξύ κοινωνικών ομάδων που εξ ορισμού έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα;

Εδώ έγκειται και η μοναδική αξία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απέναντι στην λαοκρατία, τον ελιτισμό, την ολιγαρχία, την αυταρχική διοίκηση, την θεοκρατική διοίκηση, του κομμουνιστικού προλεταριάτου και όποιων άλλων πολιτικών συστημάτων.

Αναγκαστικά λοιπόν επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στην ποιότητα  του εκλογικού σώματος, δηλαδή στο πολιτισμικό επίπεδο των λαών και στην διασφάλιση  των θεσμών για την τήρηση της ανεξάρτητης διεκπεραίωσης των εκλογών και την μετέπειτα λειτουργία  της δημοκρατίας

Εάν η εξίσωση του πολιτιστικού επιπέδου, τουλάχιστον μεταξύ των λαών που παίζουν τους σημαντικούς ρόλους, δεν γίνει εφικτή, τότε δεν θα υπάρχει διέξοδος για την επίτευξη της ισορροπίας

Η συνειδητοποίηση του μεγάλου προβλήματος της ανθρωπότητας, που είναι η διαφορά του αναπτυξιακού επιπέδου αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο μέλημα που απασχολεί την ανθρωπότητα.

Με αυτή την φράση σας παραπέμπω σε προηγούμενο άρθρο που πραγματεύεται το πρόβλημα της διαφοράς του αναπτυξιακού επίπεδου μεταξύ κοινωνιών.

https://timesforchange.wordpress.com/2024/03/31/διαφορετικοτητα-στισ-πολιτικεσ-και-θ/(ανοίγει σε μία νέα καρτέλα)

Προβληματισμοί για επιπτώσεις από την προεκλογική διαδικασία, για το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο του Ιουνίου 2024

Πλησιάζει μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα, και αναπόφευκτα το μυαλό μου ανατρέχει στους προβληματισμούς που σχεδόν πάντα είχα, ιδιαίτερα προβληματίζομαι. αυτή την φορά, μετά την αποχώρηση του κ Τσίπρα από την θέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.   

Είμαι σίγουρος ότι πολλοί από τους Έλληνες ψηφοφόρους θα έχουν παρόμοιους προβληματισμούς, αν δεν διέπονται από σοβαρές  ιδεοληπτικές προκαταλήψεις.

Η αποχώρηση του Τσίπρα και η δήλωσή του, κατά την αποχώρησή του, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε, αποδεικνύει ότι η προσπάθεια του ιδίου να υποκαταστήσει το παλαιό ΠΑΣΟΚ σαν κυρίαρχο του κεντρώου πολιτικού χώρου απέτυχε, διότι, κατά την γνώμη μου, δεν κατάφερε να πείσει τον σκληρό πυρήνα των στελεχών του κόμματος, να προσχωρήσει στην άποψη ότι η ριζοσπαστική αριστερά δεν είχε μέλλον στην Ελλάδα όσο αυτή είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ανεξάρτητα αν είμαι ή όχι θαυμαστής ή ακόλουθος του κ Τσίπρα οφείλω να ομολογήσω ότι το διάστημα που ο κ Τσίπρας άσκησε την εξουσία σαν Πρωθυπουργός της Ελλάδος και ανέλαβε την πλήρη ευθύνη της διαπραγμάτευσης των συμφερόντων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τον ΟΗΕ, μετατράπηκε, από τον οργισμένο αριστερό φοιτητή, οργανωτή καταλήψεων, σε υπεύθυνο πολιτικό άνδρα που ωρίμασε από τα πραγματικά γεγονότα και τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει.

Σήμερα θα ήταν ένας πολύ πιο αποτελεσματικός πρόεδρος ενός κόμματος της κεντροαριστεράς, απαλλαγμένος από τα βαρίδια εκείνων των συντρόφων του που δεν έχουν γίνει σοφότεροι από τα μαθήματα της εξουσίας.

Η πολιτική είναι τέχνη του εφικτού.

Με εφευρέτη του όρου τον Μπίσμαρκ, αυτή η φράση έρχεται να αναγνωρίσει τα εμπόδια και τους περιορισμούς ενός περιβάλλοντος με αυστηρές και συγκεκριμένες αλληλοσυνδεόμενες δομές που δύσκολα μπορεί κάποιος πολιτικός να τις αλλάξει.

Η σημερινή αντιπολίτευση κάνει πολλά από τα ίδια λάθη που λίγοι πολιτικοί άνδρες αντιλαμβάνονται, και μέσα σε ένα περιβάλλον αμφισημίας εξακολουθούν να αγνοούν τον κοινό νου που έχει αποκτήσει ο μέσος ψηφοφόρος, δηλαδή ο ψηφοφόρος αυτός δεν παρασύρεται από επιφανειακές τακτικές που απέχουν από την πραγματικότητα, ακόμα και οι βασικές έννοιες και ή ορολογία παίζουν ρόλο, πχ δεν μπορείς να χρησιμοποιείς τον ορισμό ‘Προοδευτικά’ προσδιορίζοντας τα κόμματα της αντιπολίτευσης, υπαινισσόμενος ότι η συμπολίτευση είναι αντιδραστική, μη προοδευτική, και αναχρονιστική.

Ούτε η ορολογία συντηρητικός προσδιορίζει σήμερα την συμπολίτευση, ταυτόχρονα δεν μπορείς εύκολα να κατηγορείς άτομα , πολιτικούς και μη, χωρίς σοβαρές ενδείξεις για παράνομες πράξεις, ούτε να επικαλείσαι την άποψη του κοινού σαν αποδεικτικό τεκμήριο των απόψεών σου.

Η άποψη του κοινού μετρά στην κάλπη όχι στο δικαστήριο.

Αυτά τα μικρά παραδείγματα δεν είναι αμελητέα, διότι επεκτείνονται σε δημιουργία κλήματος αμφισβήτησης της ακεραιότητας.

Αλλά και πέρα από θέματα προσδιορισμού και ορολογίας, η σημερινή πολιτική πραγματικότητα έχει ξεπεράσει, στην ουσία, τις παραδοσιακές πολιτικές και οικονομικές θεωρίες, αλλά ακόμα περισσότερο τις πρακτικές, και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελληνική πολιτική σκηνή, αφορά την Ενωμένη Ευρώπη ίσως και τον κόσμο ολόκληρο.

Οι παραδοσιακοί προσδιορισμοί της πολιτικής θεωρίας ή θέσης, σαν, σοσιαλιστής, φιλελεύθερος, καπιταλιστής, κομουνιστής, βασιλόφρων, κρατιστής, δημοκράτης, λαϊκιστής, συντηρητικός, αριστερός, κεντρώος, δεξιός, προοδευτικός, έχουν πλέον ξεπεραστεί, γιατί καμία από τις ονομασίες αυτές δεν αποδίδει τον ακριβή προσδιορισμό της σημερινής πραγματικότητας.

Η συνεχής χρήση των όρων αυτών αποδεικνύει την αδυναμία των πολιτικών να κατανοήσουν την σημερινή πραγματικότητα στην πολιτικοοικονομική σκηνή.

Οι σχέσεις μεταξύ εργασίας, και κεφαλαίου, εργαζομένων και εργοδοτών, συνδικαλιστών και διοικήσεως, κράτους και ιδιωτών, δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων έχει καταστεί πολύπλοκη, τόσο που η απλοποίηση της ερμηνείας του ρόλου του κάθε ενός , θα οδηγήσει σε λανθασμένες εκτιμήσεις, υιοθετώντας παραδοσιακές προσεγγίσεις,  και κατ’ επέκταση σε βέβαιη αποτυχία.

Ακόμα και μόνο το περίπλοκο νομοθετικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί, μεταξύ εθνικού και Ευρωπαϊκού κώδικα, είναι αρκετό να δημιουργεί σύγχυση, στον πολίτη.

Οι εκλογές για την σύνθεση του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου αποκτά πλέον πολύ μεγαλύτερη σημασία.     

Oι προσδοκίες, από τους πολιτικούς είναι μεγάλες σήμερα.   

Τα απλά χαρίσματα επικοινωνίας, που παλαιότερα γοήτευαν, ενέπνεαν, και καθοδηγούσαν το πλατύ κοινό δεν επαρκούν.

Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν φθάνουν, σήμερα, οι πολιτικοί πρέπει να πείσουν ότι έχουν βαθειά γνώση της σύγχρονης πραγματικότητας, των συνθηκών και προβλημάτων καθώς και γνώση των εργαλείων, μεθόδων και μέσων που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να παραχθούν ρεαλιστικά αποτελέσματα.

Η περίοδος των απλοϊκών, δογματικών συνταγών έχει εκλείψει, ενώ κάθε χρόνος που περνά κάνει το έργο των πολιτικών ακόμα πιο πολύπλοκο, για να εισακουστούν, όσον αφορά το σκεπτόμενο εκλογικό κοινό.

Αυτές οι σκέψεις με ώθησαν να μελετήσω, και να αναθεωρήσω, για μία ακόμη φορά, την αποτελεσματικότητα των διαφόρων πολιτικών συστημάτων.

Για την μελέτη αυτή χαρτογράφησα  την κατανομή των πολιτικών δυνάμεων, τόσο από πλευράς των πολιτικών κομμάτων που δημιουργούνται, όσο και από πλευράς κατανομής των τμημάτων του εκλογικού σώματος, που τα πολιτικά  κόμματα αντιπροσωπεύουν.

Με άλλα λόγια ταξινόμησα τα τμήματα του εκλογικού σώματος όπως θα έκανε μία εταιρία δημοσκοπήσεων, για να διαχωρίσω και να μελετήσω τις ανάγκες αλλά και τις δυνατότητες του κάθε τμήματος.

Ανάγκες όσον αφορά τους στόχους και τα ‘θέλω’  κάθε παράταξης αλλά και τις δυνατότητες όσον αφορά το πολιτισμικό και γνωστικό επίπεδο, αλλά και άλλες συνθήκες.

Αλλά και πέραν αυτού οι σκέψεις μου επεκτάθηκαν  στους γενικότερους κανόνες λειτουργίας που διέπουν την λειτουργία διαφορετικών πολιτικών συστημάτων, δημοκρατικών και μη.

Κατέληξα ότι θα ήταν μεγάλη αφέλεια να αποδεχτώ τα εύκολα συμπεράσματα, που πολλές σχολές πολιτικής σκέψης υιοθετούν,  κρύβοντας πίσω από αυτά ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και ιδιοτέλεια, με μια βεβαιότητα που με ξενίζει.

Αλλά το θέμα είναι πολύ πλατύ και απαιτεί περισσότερη ακόμα προσπάθεια για να αναλυθεί, ιδιαίτερα όταν εμπλέκονται πολλοί παράγοντες και αντιπαραθέσεις κοινωνικές, πολιτισμικές θρησκευτικές, οικονομικές κλπ

Δεν σταματώ εδώ θα συνεχίσω και θα ολοκληρώσω το σκεπτικό μου σύντομα, προς το παρόν βάζω μία άνω τελεία τονίζοντας ότι η απλοποίηση δεν ταιριάζει στον κόσμο που ζούμε και ότι συνταγές για μονοδιάστατες λύσεις δεν προσφέρονται πλέον.   

H αγάπη δεν χάνεται

Ο ορίζοντας, όσο μακριά κι’ αν φαίνεται να είναι, υπάρχει εκεί που η ματιά σου φτάνει.

Αναρωτιέσαι, γιατί όσο κι’ αν  πλησιάζεις αυτός απομακρύνεται, τέλος δεν έχει αυτός ο δρόμος;

Οφθαλμαπάτη είναι κι’ αυτός;

Μα πως μπορείς να βάλεις όρια σ’ ένα όνειρο, μπορείς να βάλεις όρια στις πέντε αισθήσεις, στην ευωδιά ενός λουλουδιού, στο κελαίδημα του αηδονιού, στο χάϊδεμα ενός χεριού, στην γεύση ενός φιλιού, στα χρώματα του δειλινού;

Η άμμος χάνεται όταν γλιστρήσει μέσ’ από τα δάκτυλά σου γι’ αυτό σου λένε, στην άμμο δεν χτίζονται παλάτια.

Οι αισθήσεις όμως δεν χάνονται αλλά ξέρουν και κρύβονται μέσα στις αναμνήσεις σου, δεν χάνονται σ’ ακολουθούν χωρίς όμως να μπορείς να τις ξανανιώσεις, κρύβονται πίσω από τους ορίζοντες που δεν μπορείς να φτάσεις.

Αν μπορείς ποτέ να βρεις αγάπη κράτα την σφικτά, μην την αφήσεις σαν την άμμο μέσ’ απ’ τα δάκτυλά σου να γλιστρήσει, γιατί σαν τον ορίζοντα που ατενίζεις θα μεταλλαχτεί, θα φεύγει και θ’ απομακρύνεται, και εσύ για μια ζωή, θ’ αναζητάς τις πέντε αισθήσεις που έχασες άδικα. Υποκατάστατα θα βρεις πολλά, σαν τον τυφλό που με την αφή διαβάζει.

Και ο ορίζοντας θα μένει πάντα ο ίδιος, αλλά το ίδιο μακριά.      

Νέα αντίδραση της Τουρκίας για την δημιουργία θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο, ανάμεσα στα Ελληνικά νησιά, ακόμα και στα νησιά των Κυκλάδων

Με τα τελευταία γεγονότα των δύο πολέμων, στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη έχασα την αισιοδοξία που με κατείχε για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Αυτή η αισιοδοξία μειώθηκε ακόμη περισσότερο από την υποκριτική συμπεριφορά της Τουρκίας, μετά την δημοσίευση της ανακοίνωσης της Ελλάδας για την δημιουργία θαλάσσιων πάρκων, για προστασία της θαλάσσιας πανίδας από την αλλαγή της θερμοκρασίας στο Αιγαίο, που επιτρέπει την είσοδο ειδών από την Ερυθρά θάλασσα.
Η Τουρκία βρήκε μία νέα δικαιολογία να αμφισβητεί την Ελληνική κυριαρχία επι των τριών χιλιάδων νήσων και βραχονησίδων που βρίσκονται πέραν των τριών μιλίων από τις ακτές της Τουρκίας, που ρητά αναφέρονται σαν τα όρια των θαλασσίων συνόρων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας στο διεθνές σύμφωνο της Λοζάνης που έχει υπογραφεί το 1924.
Με λίγα λόγια η Τουρκία θέλει να εμπεδώσει την άποψή της για την Φιλανδοποίηση της Ελλάδας και να της αφαιρέσει το δικαίωμα να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί των νήσων και βραχονησίδων του Αιγαίου, έχοντας είδη εκδώσει ‘
casus beli’ για την επέκταση των εθνικών υδάτων από 6 σε 12 μίλια.

Φαίνεται ξεκάθαρα ότι θα συνεχιστεί ο ανταγωνισμός εξοπλισμών σε βάρος τόσο του Ελληνικού όσο και του Τουρκικού λαού. Τώρα αποδεικνύεται ότι η αντίδραση της Τουρκίας για τον εξοπλισμό των νήσων του ανατολικού Αιγαίου αποτελεί μία πρόφαση για να εκβιάσει την Ελλάδα σε συν διαχείριση του Αιγαίου, που με κανένα τρόπο, δίκαιο και λογική δεν της ανήκει. 

Η περίοδος των εισβολών και καταπιέσεων των λαών από κατακτητικές αυτοκρατορίες και πειρατές έχει τελειώσει ας το αντιληφθούν αυτό η Τουρκία και η Ρωσία.

Αλλάζω όνειρα.

Δεν θέλω να μιλήσω για την μοναξιά των γηρατειών

Ούτε και την σοφία τους.

Δεν θέλω να αναπολώ στιγμές γαλήνης παρά μόνο στιγμές δράσης και ορμής.

Δημιουργία και συναίσθημα αναμιγνύονται με την συμπόνια αλλά και την ανημποριά.

Δεν θέλω να φυγομαχώ αλλά η φύση είναι ανίκητη, και η φθορά  φυσική εξέλιξη.

Ως εκ του θαύματος ονειρεύομαι μια αγκαλιά να κουρνιάσω.

Στιγμές αδυναμίας σκέφτομαι, κι’ αλλάζω όνειρο.

Προτιμώ ν’ αναπολώ στιγμές που έζησα με ήχους και ευωδιές, που είναι κρυμμένες σ’ ένα τεφτέρι σκονισμένο ή μήπως είναι άλμπουμ παιδικό;

Ότι και να είναι, έχει στιγμές ελπίδας και ορμής, ζωντάνιας και ομορφιάς, φρουρούς πανίσχυρους και άυπνους του γιασεμιού της ευωδιάς προστάτες.

Τρόμος με πιάνει, αυτή η αναζήτηση δεν βγάζει πουθενά.

Ο κήπος που φύτεψες είναι κι’ αυτός μια συντροφιά κι’ αν ξεραθεί. αλίμονο,  εσύ θα φταις.

Και πάλι αλλάζω όνειρο διέξοδο να βρω, η φύση πάντα βοηθά, εσύ δεν φταις οι άλλοι φταίνε.

Τι όμορφη διέξοδος, η φύση είναι αθάνατη, πάντα δείχνει τους δρόμους της διαφυγής.   

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ, ΜΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Μέσα στην λαίλαπα των βίαιων κοινωνικών αλλαγών, κλιματικών μεταβολών , πολέμων, κατακτητικών και αμυντικών, μετακινήσεων πληθυσμών, επαναστάσεων, κοινωνικών και βιομηχανικών, και κάθε λογής συγκρούσεων, οι πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο.

Άλλοτε γιατί τα γεγονότα δημιούργησαν τις πεποιθήσεις αυτές, και άλλοτε γιατί οι πεποιθήσεις δημιούργησαν τα γεγονότα.

Από την στιγμή που δημιουργήθηκαν οι οποιεσδήποτε ανθρώπινες πεποιθήσεις,  απεδείχθη ότι ήταν πολύ δύσκολο, οι πεποιθήσεις αυτές, να αλλάξουν, παρά την παρέλευση αιώνων μέσα στην εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας.

Ήταν και είναι πολύ σπάνιο ένας άνθρωπος, διακατεχόμενος από μία θρησκευτική  ή πολιτική πεποίθηση, να μεταβάλει τις πεποιθήσεις του αυτές, και να μεταπηδήσει από το ένα περιβάλλον σε ένα άλλο, είτε ασκείται βία είτε όχι. Οι πεποιθήσεις αυτές αποτελούν και την ταυτότητά του, που τελικά καταλήγουν να γίνονται υπαρξιακές οντότητες.

Ο άνθρωπος  είναι. κατά κάποιο τρόπο, δέσμιος του περιβάλλοντος που τον διαμορφώνει, πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία, πολιτισμικό επίπεδο, και πολιτικά στοιχεία, αυτά μπορεί, κατά περίπτωση, να αποδειχθούν ευλογία ή καταδίκη.

Τα ιστορικά παραδείγματα, για όλες τις περιπτώσεις, είναι πάρα πολλά.

Σε εξελιγμένες κοινωνίες, η διαφορετικότητα κατέληξε να θεωρείται φυσιολογική και επιθυμητή, ενώ σε λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες, η διαφορετικότητα θεωρείται κίνδυνος για το εκάστοτε υφιστάμενο καθεστώς.

Το κλειδί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν, αποτελεί ο τρόπος αντιμετώπισης της διαφορετικότητας, τόσο για την πολιτική και κοινωνική, όσο και στην θρησκευτική διαφορετικότητα.

Υιοθετώντας αυτή την αρχή, φτάσαμε στην αποδοχή μίας πολυπολιτισμική κοινωνίας του δυτικού κόσμου.

Πιστέψαμε, οι περισσότεροι άνθρωποι, στον δυτικό κόσμο, ότι με την αποδοχή της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και την ανεξιθρησκεία, τα ίσα δικαιώματα και τα δημοκρατικά πολιτεύματα, θα μπορούσαμε να εξαλείψουμε αρκετές από τις αιτίες που προκαλούσαν, διαχρονικά, κοινωνικές συγκρούσεις.

Είναι γεγονός, βέβαια, ότι με την εξέλιξη αυτή αφήσαμε πίσω αρκετά από τα προβλήματα του παρελθόντος, και να συμβάλουμε στην δημιουργία μίας συμβιωτικής κοινωνίας.

Πιστέψαμε ότι αφήσαμε πίσω τις δογματικές διαμάχες, τις εξτρατευτικές σταυροφορίες, τους θρησκευτικούς ανταγωνισμούς, ακόμα και στις χριστιανικές κοινωνίες, πιστέψαμε ότι αφήσαμε πίσω αρκετές και από τις έντονες πολιτικές και εθνικιστικές αντιθέσεις, με την καθιέρωση της διεθνούς νομοθεσίας και των διεθνών  κανόνων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και την καθιέρωση διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ και τα διεθνή δικαστήρια.

Όμως, μας διέφυγε το γεγονός ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας έγινε αποδεκτή στο πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο μόνο της Δύσης που είχε αποκτήσει μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης από τον υπόλοιπο ‘αναπτυσσόμενο’ κόσμο.

Η μεγαλύτερη ανάπτυξη δημιούργησε και μία άλλη διαφορετικότητα, που συνέβαλε στον διαχωρισμό των ανεπτυγμένων εθνών από σημαντικό τμήμα της παγκόσμιας κοινότητας, ανεξάρτητα από τους λόγους που αυτή η πρόοδος επετεύχθη.

Αυτή η πρόοδος άφησε πίσω ένα ολόκληρο κόσμο, με αποτέλεσμα να επανέλθουμε σε παρεμφερείς καταστάσεις και προβλήματα που προϋπήρχαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν.

Επανήλθαν οι εθνικιστικοί, θρησκευτικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί, οι νεο-αποικιακές πρακτικές και μεθοδεύσεις, ακόμα πιο ισχυρές και επικίνδυνες από παλαιότερα, διότι η διαφορά δημιούργησε νέες ευκαιρίες εκμετάλλευσης.

Απεδείχθη ότι σταθερότητα και ισορροπία, μεταξύ των εθνών, δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν εξισωθούν τα επίπεδα ανάπτυξης στο μεγαλύτερο ποσοστό των κοινωνιών παγκοσμίως. Η ανταγωνιστικότητα είναι στοιχείο θεμιτό όταν ο ανταγωνισμός αφορά ομοιογενείς κοινωνίες.

Η ανεξιθρησκεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι στοιχεία ικανά να φέρουν την ισορροπία, ώστε να πάψει να ισχύει ο νόμος του ισχυρότερου, που είναι ο νόμος της ζούγκλας, που είναι όμως, και ο νόμος της φύσης.

Ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεράσει την φύση του, για να ξεπεράσει τον νόμο της φύσης.

Η ίση κατανομή του πλούτου, που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ κοινωνιών ή εθνών, δεν αποτελεί μία φυσική εξέλιξη, εδώ απαιτείται από τον άνθρωπο μία υπέρβαση.

Οι αποικιοκρατικοί ανταγωνισμοί δεν μπορούν να σταματήσουν, αν δεν τεθούν νέοι κανόνες, που θα υποβοηθούν την ανάπτυξη του τρίτου κόσμου, με, την κατ’ αναλογία, δυνατότητας, υποστήριξής του, από τον ανεπτυγμένο κόσμο, αντί της ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης του αναπτυσσόμενου τρίτου κόσμου.

Βεβαίως η άποψή αυτή είναι ουτοπιστική.

Αλλά, αν αυτό δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί, κατά κάποιο τρόπο, ίσως, με τα σημερινά δεδομένα, από διεθνείς οργανισμούς, και πρώτα απ’ όλα, από τον ίδιο τον ΟΗΕ, τότε παύει να είναι χρήσιμη ακόμα και η ύπαρξή του.

Πώς θα μπορούσε, πρακτικά να γίνει αυτό;

Οι κανόνες εμπορίου και συναλλαγών, που αντικαθρεπτίζουν, κατά ένα τρόπο την οικονομική ισχύ, πρέπει να υιοθετήσουν καινούριους θεσμούς που θα τείνουν να εξισορροπήσουν τις συνθήκες ανάπτυξης των αναπτυσσομένων εθνών, που τελικά θα διασφαλίσουν την ισορροπία και την μακροπρόθεσμη επίτευξη ενός στόχου, την εξίσωση του επιπέδου ανάπτυξης των κοινωνιών.

Όσο και αν φαίνεται αυτό ουτοπιστικό είναι, αποτελεί και τον μόνο τρόπο να εξαφανιστεί ο κίνδυνος καταστροφής της ανθρωπότητας, από διαγκωνιζόμενες διαμάχες.

Είναι βέβαια αυτονόητο, ότι πρώτα απ’ όλα πρέπει να συμφωνήσουν τα μέλη της G20 που αποτελούν τις ισχυρότερες δυνάμεις που παίζουν και τον ρόλο των σημερινών νεο-αποικιοκρατών.

Μία τέτοια συμφωνία θα έδινε μία οριστική λύση στα προβλήματα της διαφορετικότητας τόσο για τις πολιτικές όσο και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που χρησιμοποιούνται, από όλους, σαν εργαλεία επίτευξης ιδιοτελών στόχων.

Οι  σκέψεις αυτές δεν είναι μακριά από το να εκφράζουν την σημερινή πραγματικότητα, γνωρίζουμε πολύ καλά τον ανταγωνισμό πολλών δυνάμεων που ανταγωνίζονται να ελέγξουνε τρίτες χώρες, είτε μέσω της θρησκείας, ή στρατιωτικής βοήθειας ή οικονομικών συμφωνιών και άλλων μέσων.

Μία διεθνής συμφωνία, αν ήταν εφικτή, θα άλλαζε την εικόνα του κόσμου σήμερα.

Δεν θα παρατηρούσαμε ανταγωνισμούς της Κίνας με την Αμερική , την Ευρώπη και την Ρωσία, αλλά και την Τουρκία, σε περιοχές όπως η Αφρική, η Ασία, ακόμη και τα Βαλκάνια, την Νότιο Αμερική κλπ.

Δεν θα υπονόμευαν οι χώρες αυτές, χωρίς εξαίρεση, την ομαλότητα των εξελίξεων, ενισχύοντας τις εσωτερικές διενέξεις.

Αλλά και πέραν αυτού θα βοηθούσαν να βρεθούν λύσεις και για τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής με τις γνωστές σοβαρές επιπτώσεις, την μετακίνηση πληθυσμών προς τον βορά κ.λπ.

Η συνειδητοποίηση του μεγάλου προβλήματος της ανθρωπότητας, που είναι η διαφορά του αναπτυξιακού επιπέδου αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο μέλημα που απασχολεί την ανθρωπότητα.

Η ΦΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΗ

Αναζητάς την καθαρότητα στην φύση.

Την βρίσκεις σε πολλές μορφές και εκφράσεις, μα πιο πολύ στις σχέσεις των ανθρώπων και στον έρωτα θα νιώσεις αυτή την αύρα του βοριά που τον ορίζοντα καθαρίζει.

Κάνει τα μάτια καθαρά που τόσο την δύση όσο και την αυγή σ’ αυτά τις  καθρεπτίζουν.

Πώς να συγκρίνεις τα θολά νερά, με το νερό της βρύσης του βουνού, που σε δροσίζει;

Πώς να συγκρίνεις το φως της ξαστεριάς που μες’ την νύχτα φέγγει, με την ομίχλη και την καταχνιά που σε τρομάζει ;

Είναι αυτός ο έρωτας που σε μαγεύει, χωρίς φκιασίδια ψεύτικα και ρούχα φανταχτερά, άσπρα  ή μαύρα ή χρωματιστά, γυαλιστερά και με κοσμήματα προκλητικά.

Η φύση είναι καθαρή, μοσχοβολά ανεμελιά, ήχους και θρόισμα του ανέμου όπως περνά ανάμεσα σε θάμνους, φυλλωσιές και κυπαρίσσια.

Η καθαρή ματιά με συγκινεί, μιλά ειλικρινά, ζεστά και ερωτικά, χωρίς περίπλοκες, κρυφές αναστολές  από ρωγμές κοινωνικές ή υποκριτικά νοήματα.

Τα ίδια φκιασίδια αναγνωρίζω και στον τρόπο που μιλούν, ή τραγουδούν ή εκφράζονται στις τέχνες, στην μουσική, στην ποίηση.

Άλλο λαγνεία υστερική άλλο η δίψα η ερωτική.

Η φύση είναι καθαρή.