ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ του Οδυσσέα Ελύτη

Μερικές φορές η ποίηση σε κάνει να αφουγκράζεσαι και να νομίζεις πως βρήκες τον τέλειο συνομιλητή γι’ αυτό δεν άντεξα και θέλησα να μοιραστώ τούτο εδώ το απόσπασμα.

ΝΚ   

ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΟΔΟΣ

Του Οδυσσέα Ελύτη

Προς την Ιουλίτα

Αυτά που μ’ αρέσουν είναι και η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας.

Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες νωπογραφίες, εικόνες  παλαιές αλλά φρέσκιες ακόμη από τα χείλη εκείνων  που τις ασπάστηκαν , γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν  το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας.

Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουΐζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα΄ χα  πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ μου όμως για το τί μπορεί να γίνεται στα εμπορεία  της Αγοράς. Αλήθεια,  δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως κι  οι διακυμάνσεις του δολαρίου , ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων- αλίμονο. Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν.

Στα εβδομήντα τρία του ο Γάλβας ασκούσε  τα στρατεύματά του κι εγώ εξακολουθούσα  να βγαίνω από τα κύματα με την γνώριμη εκείνη κομμάρα στα γόνατα που φέρνει η αντίσταση του νερού – οι χρυσές σταλαγματιές λάμποντας στα ματοτσίνορα – έτοιμος για μάχη. Μόνο που ο δικός μου ο Νέρων, το ίδιο τρελός δεν καταβάλλεται ο άτιμος με τίποτα.

Δεν μιλώ γι’ αυτόν που βάζει φωτιές την ίδια στιγμή στον Λίβανο ή την Αγκόλα,που διαστρέφει συνειδήσεις στην Καμπότζη, στην Χιλή, στο Ιράν. Ανήκει σε όλους μας αυτός και τον έχουνε προικιστεί δια βίου. Τον άλλον εννοώ, τον  «ιδιωτικής χρήσεως», που μόλις  καταφέρω κάτι καθαρό μου το μαγαρίζει’ εμένα’ που και το πιο ταπεινό πράγμα εάν τ΄ αγαπώ, τ’ ονειρεύομαι να φτάνει την τελειότητα ενός κιονόκρανου.

ΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

ΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

 

 Πάντα φοβόμουν την Βαβέλ

Έψαχνα να βρω τον τρόπο, τον άθλιο τούτο  πύργο να γκρεμίσω

Ένοιωθα  τον ήλιο να μιλά και να ζεσταίνει αισθησιακά την ύπαρξή σου.

Λένε ότι τα λουλούδια ανθίζουν  πιο όμορφα όταν ακούνε μουσική

Ένοιωθα το ελαφρύ, ξηρό  αεράκι των Κυκλάδων να σε χαϊδεύει ερωτικά και να ψιθυρίζει γλυκά μυστικά στο αυτί σου. Όλα μιλούν.

Αλλά ο πύργος της Βαβέλ μένει πεισματικά ορθός.

Άνθρωποι, δούλοι και αφεντάδες χτίζουν σιωπηλά, ακόμα πιο ψηλά, τόσο ψηλά.

Ευχή και κατάρα κάνουν να είναι ετοιμόρροπος, έτοιμος να πέσει να γκρεμιστεί.

Αυτός θα ήταν ο απώτερος σκοπός και τέλειος στόχος, ο ήχος της κατάρρευσης,

πιο εύγλωττος από την άθλια αρχιτεκτονική του.

Τότε, ίσως το θλιβερό ακροατήριο ν’ ακούσει και να αισθανθεί.

Μήπως αυτή είναι η στιγμή, η εκκωφαντική, να γίνουν αυτοί,

οι δούλοι και αφεντάδες ένα κάποιο ακροατήριο.

Μέσα στον αέναο χρόνο που χρειάστηκε, σιωπηλά να κτιστεί ο πύργος της Βαβέλ.

ΝΚ