Ένας νέος και ένας γέρος

Τι ζητά άραγε ο γέρος από την ζωή;

Μα τι άλλο από τα νιάτα που έφυγαν μαζί με τα όνειρά τους.

Ζητά τον γρήγορο χτύπο της καρδιάς που είχε νοιώσει, ζητά το αίμα που κυλά στις φλέβες και στα όνειρά του,

Ζητά την θέρμη της φωτιάς που καίει στα σωθικά του.

Είναι την ορμή που αναζητά ή την θέρμη μιας αγκαλιάς που ζει στην θύμησή του.

Και αναρωτιέται, γιατί από μια ζωή λίγες στιγμές μόνο θυμάται ;

Ο νέος όμως δίπλα του πασχίζει να προλάβει.

Τι να προλάβει άραγε;

Τα νιάτα ονειρεύονται και ενστικτωδώς ψάχνουν την ολοκλήρωση, που άλλοι την βρίσκουν σύντομα και άλλοι γερνούν, μόνοι ή και μαζί αλλά  στην μοναξιά.

Άλλοι την  Κίρκη ακολουθούν  κι’ άλλοι την Αφροδίτη.

Λίγοι αντιλαμβάνονται τι κρύβει η ωριμότητα.

Ευθύνη φέρνει η ωρίμανση, και απόγνωση η έλλειψή της.

 Ρωτά ο νεαρός τον γέροντα, γιατί με λες ανώριμο, επιπόλαιο και βιαστικό;

 Μα είναι φυσικό απαντά ο γέροντας, να είσαι ανυπόμονος να γνωρίσεις ότι η ζωή έχει να  σου προσφέρει μα δεν γνωρίζεις ακόμα ότι αυτό που νοιώθεις σήμερα είναι το όποιο όμορφο όνειρο που αργότερα θ’ αναζητάς να ξαναζήσεις.

‘Όμως πρόσεξε  αυτό που διαχρονικά θα σου μείνει είναι η χαρά σε κάθε σου δημιουργία.

Κει ο νέος απαντά, ψέματα λές.