ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ, ΜΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Μέσα στην λαίλαπα των βίαιων κοινωνικών αλλαγών, κλιματικών μεταβολών , πολέμων, κατακτητικών και αμυντικών, μετακινήσεων πληθυσμών, επαναστάσεων, κοινωνικών και βιομηχανικών, και κάθε λογής συγκρούσεων, οι πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο.

Άλλοτε γιατί τα γεγονότα δημιούργησαν τις πεποιθήσεις αυτές, και άλλοτε γιατί οι πεποιθήσεις δημιούργησαν τα γεγονότα.

Από την στιγμή που δημιουργήθηκαν οι οποιεσδήποτε ανθρώπινες πεποιθήσεις,  απεδείχθη ότι ήταν πολύ δύσκολο, οι πεποιθήσεις αυτές, να αλλάξουν, παρά την παρέλευση αιώνων μέσα στην εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας.

Ήταν και είναι πολύ σπάνιο ένας άνθρωπος, διακατεχόμενος από μία θρησκευτική  ή πολιτική πεποίθηση, να μεταβάλει τις πεποιθήσεις του αυτές, και να μεταπηδήσει από το ένα περιβάλλον σε ένα άλλο, είτε ασκείται βία είτε όχι. Οι πεποιθήσεις αυτές αποτελούν και την ταυτότητά του, που τελικά καταλήγουν να γίνονται υπαρξιακές οντότητες.

Ο άνθρωπος  είναι. κατά κάποιο τρόπο, δέσμιος του περιβάλλοντος που τον διαμορφώνει, πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία, πολιτισμικό επίπεδο, και πολιτικά στοιχεία, αυτά μπορεί, κατά περίπτωση, να αποδειχθούν ευλογία ή καταδίκη.

Τα ιστορικά παραδείγματα, για όλες τις περιπτώσεις, είναι πάρα πολλά.

Σε εξελιγμένες κοινωνίες, η διαφορετικότητα κατέληξε να θεωρείται φυσιολογική και επιθυμητή, ενώ σε λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες, η διαφορετικότητα θεωρείται κίνδυνος για το εκάστοτε υφιστάμενο καθεστώς.

Το κλειδί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν, αποτελεί ο τρόπος αντιμετώπισης της διαφορετικότητας, τόσο για την πολιτική και κοινωνική, όσο και στην θρησκευτική διαφορετικότητα.

Υιοθετώντας αυτή την αρχή, φτάσαμε στην αποδοχή μίας πολυπολιτισμική κοινωνίας του δυτικού κόσμου.

Πιστέψαμε, οι περισσότεροι άνθρωποι, στον δυτικό κόσμο, ότι με την αποδοχή της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και την ανεξιθρησκεία, τα ίσα δικαιώματα και τα δημοκρατικά πολιτεύματα, θα μπορούσαμε να εξαλείψουμε αρκετές από τις αιτίες που προκαλούσαν, διαχρονικά, κοινωνικές συγκρούσεις.

Είναι γεγονός, βέβαια, ότι με την εξέλιξη αυτή αφήσαμε πίσω αρκετά από τα προβλήματα του παρελθόντος, και να συμβάλουμε στην δημιουργία μίας συμβιωτικής κοινωνίας.

Πιστέψαμε ότι αφήσαμε πίσω τις δογματικές διαμάχες, τις εξτρατευτικές σταυροφορίες, τους θρησκευτικούς ανταγωνισμούς, ακόμα και στις χριστιανικές κοινωνίες, πιστέψαμε ότι αφήσαμε πίσω αρκετές και από τις έντονες πολιτικές και εθνικιστικές αντιθέσεις, με την καθιέρωση της διεθνούς νομοθεσίας και των διεθνών  κανόνων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και την καθιέρωση διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ και τα διεθνή δικαστήρια.

Όμως, μας διέφυγε το γεγονός ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας έγινε αποδεκτή στο πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο μόνο της Δύσης που είχε αποκτήσει μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης από τον υπόλοιπο ‘αναπτυσσόμενο’ κόσμο.

Η μεγαλύτερη ανάπτυξη δημιούργησε και μία άλλη διαφορετικότητα, που συνέβαλε στον διαχωρισμό των ανεπτυγμένων εθνών από σημαντικό τμήμα της παγκόσμιας κοινότητας, ανεξάρτητα από τους λόγους που αυτή η πρόοδος επετεύχθη.

Αυτή η πρόοδος άφησε πίσω ένα ολόκληρο κόσμο, με αποτέλεσμα να επανέλθουμε σε παρεμφερείς καταστάσεις και προβλήματα που προϋπήρχαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν.

Επανήλθαν οι εθνικιστικοί, θρησκευτικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί, οι νεο-αποικιακές πρακτικές και μεθοδεύσεις, ακόμα πιο ισχυρές και επικίνδυνες από παλαιότερα, διότι η διαφορά δημιούργησε νέες ευκαιρίες εκμετάλλευσης.

Απεδείχθη ότι σταθερότητα και ισορροπία, μεταξύ των εθνών, δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν εξισωθούν τα επίπεδα ανάπτυξης στο μεγαλύτερο ποσοστό των κοινωνιών παγκοσμίως. Η ανταγωνιστικότητα είναι στοιχείο θεμιτό όταν ο ανταγωνισμός αφορά ομοιογενείς κοινωνίες.

Η ανεξιθρησκεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι στοιχεία ικανά να φέρουν την ισορροπία, ώστε να πάψει να ισχύει ο νόμος του ισχυρότερου, που είναι ο νόμος της ζούγκλας, που είναι όμως, και ο νόμος της φύσης.

Ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεράσει την φύση του, για να ξεπεράσει τον νόμο της φύσης.

Η ίση κατανομή του πλούτου, που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ κοινωνιών ή εθνών, δεν αποτελεί μία φυσική εξέλιξη, εδώ απαιτείται από τον άνθρωπο μία υπέρβαση.

Οι αποικιοκρατικοί ανταγωνισμοί δεν μπορούν να σταματήσουν, αν δεν τεθούν νέοι κανόνες, που θα υποβοηθούν την ανάπτυξη του τρίτου κόσμου, με, την κατ’ αναλογία, δυνατότητας, υποστήριξής του, από τον ανεπτυγμένο κόσμο, αντί της ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης του αναπτυσσόμενου τρίτου κόσμου.

Βεβαίως η άποψή αυτή είναι ουτοπιστική.

Αλλά, αν αυτό δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί, κατά κάποιο τρόπο, ίσως, με τα σημερινά δεδομένα, από διεθνείς οργανισμούς, και πρώτα απ’ όλα, από τον ίδιο τον ΟΗΕ, τότε παύει να είναι χρήσιμη ακόμα και η ύπαρξή του.

Πώς θα μπορούσε, πρακτικά να γίνει αυτό;

Οι κανόνες εμπορίου και συναλλαγών, που αντικαθρεπτίζουν, κατά ένα τρόπο την οικονομική ισχύ, πρέπει να υιοθετήσουν καινούριους θεσμούς που θα τείνουν να εξισορροπήσουν τις συνθήκες ανάπτυξης των αναπτυσσομένων εθνών, που τελικά θα διασφαλίσουν την ισορροπία και την μακροπρόθεσμη επίτευξη ενός στόχου, την εξίσωση του επιπέδου ανάπτυξης των κοινωνιών.

Όσο και αν φαίνεται αυτό ουτοπιστικό είναι, αποτελεί και τον μόνο τρόπο να εξαφανιστεί ο κίνδυνος καταστροφής της ανθρωπότητας, από διαγκωνιζόμενες διαμάχες.

Είναι βέβαια αυτονόητο, ότι πρώτα απ’ όλα πρέπει να συμφωνήσουν τα μέλη της G20 που αποτελούν τις ισχυρότερες δυνάμεις που παίζουν και τον ρόλο των σημερινών νεο-αποικιοκρατών.

Μία τέτοια συμφωνία θα έδινε μία οριστική λύση στα προβλήματα της διαφορετικότητας τόσο για τις πολιτικές όσο και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που χρησιμοποιούνται, από όλους, σαν εργαλεία επίτευξης ιδιοτελών στόχων.

Οι  σκέψεις αυτές δεν είναι μακριά από το να εκφράζουν την σημερινή πραγματικότητα, γνωρίζουμε πολύ καλά τον ανταγωνισμό πολλών δυνάμεων που ανταγωνίζονται να ελέγξουνε τρίτες χώρες, είτε μέσω της θρησκείας, ή στρατιωτικής βοήθειας ή οικονομικών συμφωνιών και άλλων μέσων.

Μία διεθνής συμφωνία, αν ήταν εφικτή, θα άλλαζε την εικόνα του κόσμου σήμερα.

Δεν θα παρατηρούσαμε ανταγωνισμούς της Κίνας με την Αμερική , την Ευρώπη και την Ρωσία, αλλά και την Τουρκία, σε περιοχές όπως η Αφρική, η Ασία, ακόμη και τα Βαλκάνια, την Νότιο Αμερική κλπ.

Δεν θα υπονόμευαν οι χώρες αυτές, χωρίς εξαίρεση, την ομαλότητα των εξελίξεων, ενισχύοντας τις εσωτερικές διενέξεις.

Αλλά και πέραν αυτού θα βοηθούσαν να βρεθούν λύσεις και για τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής με τις γνωστές σοβαρές επιπτώσεις, την μετακίνηση πληθυσμών προς τον βορά κ.λπ.

Η συνειδητοποίηση του μεγάλου προβλήματος της ανθρωπότητας, που είναι η διαφορά του αναπτυξιακού επιπέδου αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο μέλημα που απασχολεί την ανθρωπότητα.